- κοινοβιάτης
- ο, θηλ. κοινοβιάτισσα (Μ κοινοβιάτης) [κοινόβιον]1. μέλος κοινοβίου2. ο μοναχός που ζει σε κοινόβιο, σε κοινοβιακή μονή.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κοινοβιάτης — ο θηλ. κοινοβιάτισσα ο μοναχός που ζει σε κοινόβιο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κοινός — ή, ό (AM κοινός, ή, όν, Α αττ. ποιητ. τ. κοινός, όν) 1. αυτός που ανήκει σε πολλούς μαζί, που κατέχεται όμοια από πολλούς ή που χρησιμοποιείται από πολλούς, δημόσιος (α. «κοινή είσοδος» β. «τὸν ἥλιον τὸν κοινὸν ἡμῑν», Μεν.) 2. αυτός που… … Dictionary of Greek